- ἀσώματοι
- ἀσώματοςdisembodiedmasc/fem nom/voc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Ασώματοι — Πεδινός οικισμός (υψόμ. 82 μ., 786 κάτ.) στην πρώην επαρχία Κομοτηνής του νομού Ροδόπης. Βρίσκεται κοντά στην Κομοτηνή. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Σώστου … Dictionary of Greek
Άγιοι Ασώματοι — Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 420 μ., 15 κάτ.) στην πρώην επαρχία Κυνουρίας του νομού Αρκαδίας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Βόρειας Κυνουρίας … Dictionary of Greek
Asomatos — Ασώματος … Deutsch Wikipedia
χάραδρος — Ορεινός οικισμός (υψόμ. 550 μ.), στην πρώην επαρχία Κυνουρίας, του νομού Αρκαδίας. Είναι έδρα του ομώνυμου δήμου (11 τ. χλμ.), στον οποίο υπάγεται και ο οικισμός Άγιοι Ασώματοι (υψόμ. 420 μ.). Βρίσκεται NΔ του Άστρους. * * * ὁ, Α 1. χαράδρα 2. ως … Dictionary of Greek
Αθήνα — Πρωτεύουσα της Ελλάδας, από τις 18 Σεπτεμβρίου 1834, και του νομού Αττικής, το μεγαλύτερο πνευματικό, βιομηχανικό και οικονομικόεπιχειρησιακό κέντρο της χώρας. Βρίσκεται σε Β πλάτος 37° 58’ 20,1’’ και μήκος 23° 42’ 58,815’’ Α του Γκρίνουιτς. Στην … Dictionary of Greek
Тіло - плоть, воплочення — Хоч багатьом нині здається, що ці терміни майже синонімічні або що термін плоть майже непотрібний в українській мові, елементарне ознайомлення з біблійними й патристичними джерелами богослов я показує, що треба зберегти розрізнення в… … Термінологічний довідник для богословів та редакторів богословських текстів
ασώματος — η, ο 1. αυτός που δεν έχει σώμα, αυτός που κόπηκε από το σώμα: Παρουσίαζε ένα τάχα ασώματο κεφάλι που μιλούσε. 2. αυτός που δεν έχει σώμα, άυλος: Οι άγγελοι είναι όντα ασώματα. 3. στον πληθ. το αρσ. ως ουσ., Ασώματοι, οι οι αρχάγγελοι Μιχαήλ και… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)